προσφυγή

προσφυγή
η, ΝΜΑ [προσφεύγω]
καταφυγή σε κάποιον ή σε κάτι από ανάγκη, ιδίως για αναζήτηση προστασίας
νεοελλ.
1. αίτηση σε επίσημη κρατική ή διεθνή αρχή με την οποία επιδιώκεται ακύρωση, ανάκληση ή τροποποίηση μιας πράξης ή απόφασης (α. «προσφυγή στο συμβούλιο Επικρατείας» β. «προσφυγή στο Συμβούλιο Ασφαλείας τού ΟΗΕ»)
2. (διοικ. δίκ.) σύνηθες και κανονικό ένδικο βοήθημα που παρέχεται από τη νομοθεσία για την επίλυση τών διοικητικών διαφορών ουσίας
3. (ποιν. δίκ.) το ένδικο βοήθημα που μπορεί να ασκηθεί κατά τη διάρκεια τής προδικασίας και τής ποινικής δίκης και το οποίο δεν αναφέρεται σε δικαστική απόφαση αλλά στη μεταρρύθμιση άλλων πράξεων τής ποινικής προδικασίας ή διαδικασίας που επάγονται δυσμενή αποτελέσματα για τον προσφεύγοντα (α. «προσφυγή κατά τής διατάξεως τού εισαγγελέα με την οποία απορρίπτεται η έγκληση» β. «προσφυγή κατά τής απευθείας κλήσεως»)
αρχ.
πελατεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσφυγή — refuge fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσφυγή — η 1. καταφυγή σε κάποιον για προστασία. 2. (νομ.), ένδικο μέσο υποβολής αίτησης σε αρχή για επανεξέταση υπόθεσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσφύγῃ — προσφεύγω flee for refuge to aor subj mp 2nd sg προσφεύγω flee for refuge to aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσφυγαῖς — προσφυγή refuge fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσφυγῆς — προσφυγή refuge fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσφυγήν — προσφυγή refuge fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ευρωπαϊκό Δικαστήριο — Δικαστικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Αποτελείται από 15 δικαστές και 8 γενικούς εισαγγελείς, οι οποίοι διορίζονται με κοινή συμφωνία των κυβερνήσεων για εξαετή θητεία. Αν και στη συνθήκη δεν ορίζεται κατανομή των δικαστών ανά… …   Dictionary of Greek

  • ιεραρχία — (Νομ.). Θεσμός του διοικητικού δικαίου, βάσει του οποίου είναι οργανωμένο το συγκεντρωτικό διοικητικό σύστημα. Πρόκειται για την οργάνωση των υπηρεσιών κατά βαθμίδες για το προσωπικό, με τέτοιον τρόπο ώστε οι υφιστάμενοι να ασκούν τα καθήκοντά… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • εθνικά θέματα — Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει μία χώρα, όσον αφορά τις εδαφικές διεκδικήσεις ή την αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων τα οποία έχουν αναγνωριστεί από διεθνείς συνθήκες ή συμβάσεις. Ανάλογα προβλήματα αντιμετώπισε και η Ελλάδα σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”